- δισκοθήκη
- η1. θήκη για τους δίσκους μουσικής, καθώς και ο χώρος ή το έπιπλο που τοποθετούνται.2. συλλογή δίσκων: Οι μουσικόφιλοι έχουν συνήθως πολύ μεγάλη δισκοθήκη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.